πολυπραγμονώ

πολυπραγμονώ
πολυπραγμονῶ, -έω ΝΜΑ και ιων. τ. πολυπρηγμονέω, Α [πολυπράγμων]
1. ασχολούμαι με πολλά ταυτοχρόνως, για τα περισσότερα από τα οποία δεν είμαι αρμόδιος ή κατάλληλος
2. δείχνω άκαιρη περιέργεια για θέματα που δεν μέ αφορούν, ασχολούμαι από περιέργεια με ξένες υποθέσεις
μσν.-αρχ.
1. ασχολούμαι σε βάθος με κάτι, εξετάζω κάτι πολύ προσεκτικά
2. μελετώ με πολλή προσοχή
3. αποδίδω μεγάλη σημασία σε πράγματα ασήμαντα
αρχ.
μετέχω σε κινήσεις για καθεστωτική εκτροπή.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πολυπραγμονώ — ασχολούμαι με πολλές ή ξένες υποθέσεις: Μην πολυπραγμονείς, γιατί εκτίθεσαι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πολυπραγμονῶ — πολυπρᾱγμονῶ , πολυπραγμονέω to be busy about many things pres subj act 1st sg (attic epic doric) πολυπρᾱγμονῶ , πολυπραγμονέω to be busy about many things pres ind act 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμπολυπραγμονώ — έω, Μ [πολυπραγμονῶ] πολυπραγμονώ), ασχολούμαι κι εγώ με λεπτομέρειες …   Dictionary of Greek

  • αλλοτριοπραγώ — ἀλλοτριοπραγῶ ( έω) και ἀλλοτριοπραγμονῶ (Α) [ἀλλοτριοπραγία] 1. αναμιγνύομαι σε ξένες υποθέσεις, πολυπραγμονώ 2. κινώ, προκαλώ στάσεις, ταραχές …   Dictionary of Greek

  • μονοπραγματώ — μονοπραγματῶ, έω (Α) ασχολούμαι με μία μόνο υπόθεση, καταγίνομαι με ένα μόνο πράγμα («βέλτιον ἕκαστον ἔργον τυγχάνει τῆς ἐπιμελείας μονοπραγματούσης ἢ πολυπραγματούσης», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + πραγματῶ (< πράγμα), κατά το αντί θ.… …   Dictionary of Greek

  • πολυπραγματώ — έω, Α [πολυπράγματος] πολυπραγμονώ, εξετάζω πολύ προσεκτικά κάτι …   Dictionary of Greek

  • πολυπραγμόνησις — ήσεως, ἡ, Α [πολύπραγμονώ] η πολυπραγμοσύνη …   Dictionary of Greek

  • πολυπρηγμονώ — έω, Α βλ. πολυπραγμονώ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”