- πολυπραγμονώ
- πολυπραγμονῶ, -έω ΝΜΑ και ιων. τ. πολυπρηγμονέω, Α [πολυπράγμων]1. ασχολούμαι με πολλά ταυτοχρόνως, για τα περισσότερα από τα οποία δεν είμαι αρμόδιος ή κατάλληλος2. δείχνω άκαιρη περιέργεια για θέματα που δεν μέ αφορούν, ασχολούμαι από περιέργεια με ξένες υποθέσειςμσν.-αρχ.1. ασχολούμαι σε βάθος με κάτι, εξετάζω κάτι πολύ προσεκτικά2. μελετώ με πολλή προσοχή3. αποδίδω μεγάλη σημασία σε πράγματα ασήμαντααρχ.μετέχω σε κινήσεις για καθεστωτική εκτροπή.
Dictionary of Greek. 2013.